- ορχίτιδα
- (Ιατρ.). Οξεία ή χρονία φλεγμονή του όρχεως, που συνήθως εμφανίζεται ως επιπλοκή της παρωτίτιδας. Προκαλείται επίσης από τραυματισμό, μόλυνση της ουρήθρας ή μόλυνση του αίματος. Η συφιλιδική ο. είναι σπάνια στη σύγχρονη εποχή. Η φυματίωση και η βλεννόρροια προσβάλλουν την επιδιδυμίδα και σπάνια επεκτείνονται στους όρχεις, οπότε πρόκειται για ορχεοεπιδιδυμίδα.
Η ο. είναι συνηθισμένη νόσος των αλόγων και άλλων ζώων. Συμπτώματά της είναι η δυσκολία των ζώων στο βάδισμα. Σε πολλά ζώα, η ο. φέρνει και πυρετό.
* * *η (Α ὀρχῑτις, -ίτιδος)φλεγμονή τού όρχεως ή τών όρχεων, η οποία κατά κανόνα συνδυάζεται με επιδιδυμίτιδα και που τα συμπτώματά της στην οξεία μορφή της συνίστανται σε έντονο πόνο στο όσχεο, με ακτινοβολία στην βουβωνική χώρα, και σε υψηλό πυρετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (II) + -ῖτις (-ίτιδα*)].
Dictionary of Greek. 2013.